- σεσβανία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τών θερμών χωρών που ανήκει στην οικογένεια φαβίδες τής τάξης φαβώδη και περιλαμβάνει 50 περίπου είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sesbania < γαλλ. sesban < αραβ. saisabān < περσ. sīsabān].
Dictionary of Greek. 2013.